- εγκυμοσύνη
- η беременность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — η η κατάσταση της έγκυας, η κύηση, το γκάστρι, η γκαστριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
κύηση — Η διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου μέσα στη μήτρα. Φυσιολογικά η κ. αρχίζει από τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο και ολοκληρώνεται με τον τοκετό. Βλ. λ. εγκυμοσύνη. * * * η (AM κύησις) [κυώ] η διεργασία που συντελείται και ο… … Dictionary of Greek
ανεμογγάστρι — το ιού, η φανταστική ή ψεύτικη εγκυμοσύνη: Η εγκυμοσύνη της στην πραγματικότητα ήταν ανεμογγάστρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
ανεμογγάστρι — το κ. ἀνεμμογγαστριά, η ψευτοεγκυμοσύνη, φανταστική εγκυμοσύνη … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
γγάστρι — το (Μ γάστρι) η εγκυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. γγάστρι, με σίγηση τού αρκτικού ε < εγγάστριον, ουδ. τού μτγν. επιθ. εγγάστριος* «αυτός που βρίσκεται στη γαστέρα, στην κοιλιά» (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, γγαστρώνω < μσν. εγγαστρώνω κ.ά.) κατ… … Dictionary of Greek
γγάστρωμα — το [γγαστρώνω] 1. η εγκυμοσύνη 2. το να καθιστά κανείς μια γυναίκα έγκυο 3. η ανυπόφορη ενόχληση … Dictionary of Greek
γγαστριά — η 1. η εγκυμοσύνη 2. η περίοδος της εγκυμοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γγάστρι ή από το ρ. γγαστρώνω) … Dictionary of Greek